• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Μήδος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μήδος οι Μήδοι
      γενική του Μήδου των Μήδων
    αιτιατική τον Μήδο τους Μήδους
     κλητική Μήδε Μήδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Μήδος < αρχαία ελληνική Μῆδος < αρχαία περσική 𐎶𐎠𐎭𐎠- (Māda-)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Μήδος αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) ο κάτοικος της Μηδίας
  2. (κατʼ επέκταση) ο Πέρσης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • Μηδία
  • μηδίζω
  • μηδική
  • μηδικός
  • μηδισμός

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Μήδοι στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Μήδος
  • αγγλικά : Mede (en)
  • πολωνικά : Medyjczyk (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Μήδος&oldid=5491659"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:41

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie