μηδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μηδικός | η | μηδική | το | μηδικό |
γενική | του | μηδικού | της | μηδικής | του | μηδικού |
αιτιατική | τον | μηδικό | τη | μηδική | το | μηδικό |
κλητική | μηδικέ | μηδική | μηδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μηδικοί | οι | μηδικές | τα | μηδικά |
γενική | των | μηδικών | των | μηδικών | των | μηδικών |
αιτιατική | τους | μηδικούς | τις | μηδικές | τα | μηδικά |
κλητική | μηδικοί | μηδικές | μηδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηδικός < αρχαία ελληνική Μηδικός < Μῆδος
Επίθετο
επεξεργασίαμηδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους Μήδους (ή στους Μήδους και τους Πέρσες, νοούμενους ως σύνολο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μήδος