Δείτε επίσης: μῆδος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μῆδος οἱ Μῆδοι
      γενική τοῦ Μήδου τῶν Μήδων
      δοτική τῷ Μήδ τοῖς Μήδοις
    αιτιατική τὸν Μῆδον τοὺς Μήδους
     κλητική ! Μῆδε Μῆδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μήδω
γεν-δοτ τοῖν  Μήδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μῆδος < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική 𐎶𐎠𐎭𐎠- (Māda-) (όνομα), άγνωστης ετυμολογίας. Δεν συνδέεται με το ουδέτερο στον πληθυντικό μήδεα (του μῆδος) ή το μήδιον ή τα ρήματα μέδω, μέδομαι και τη Μήδεια.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Μῆδος, -ου αρσενικό

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μῆδος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

επίσης για το όνομα: