μῆδος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μῆδος < αρχαία ελληνική μέδω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μῆδος ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- σκέψεις, σχέδια, επινοήσεις, τεχνάσματα
- οὗτος δ᾽ αὖ Λαερτιάδης πολύμητις Ὀδυσσεύς,/(...)εἰδὼς παντοίους τε δόλους καὶ μήδεα πυκνά (Όμηρος, Ιλιάδα, 3, 200-202)
- Είναι ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος γιος του Λαέρτη, ετούτος,που (...) μύριες βαθιές και πονηριές και στύχασες ο νους του κατεβάζει (Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη - Ἰ. Θ. Κακριδῆ)
- οὗτος δ᾽ αὖ Λαερτιάδης πολύμητις Ὀδυσσεύς,/(...)εἰδὼς παντοίους τε δόλους καὶ μήδεα πυκνά (Όμηρος, Ιλιάδα, 3, 200-202)
- πονηριά, εξυπνάδα, επιτηδειότητα
- πανουργία, δολιότητα
- φροντίδα, μέριμνα, ανησυχία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μῆδος < αρχαία ελληνική μαδάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μῆδος ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (επικός τύπος)
- τα ανδρικά γεννητικά μόρια
- Ὀδυσσεὺς/ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα (Όμηρος, Οδύσσεια, 18, 66-67)
- ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,/ἐκ πυκινῆς δ᾿ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ/φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροῒ μήδεα φωτός (Όμηρος, Οδύσσεια, ζ 127-9)
- Είπε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και πρόβαλε απ᾿ τα θάμνα,/κι απ᾿ τον πυκνό το λόγγο ετσάκισε με το βαρύ του χέρι/κλωνάρι φουντωμένο, ολόγυρα να κρύψει την ντροπή του. (Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη - Ἰ. Θ. Κακριδῆ)
- τα αιδοία
- η ουροδόχος κύστη, ούρα
- λαγόνων ἀπὸ μήδεα χεύῃ (Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4, 441)