Μήδεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜήδεια < αρχαία ελληνική Μήδεια < μέδω
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜήδεια θηλυκό
- αρχαίο γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Αιήτη και σύζυγος του Ιάσονα, μητέρα του Μέρμερου και του Φέρητος
- (κατ’ επέκταση) η παιδοκτόνος
- τίτλος τραγωδιών, έργων όπερας