μηδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μηδισμός | οι | μηδισμοί |
γενική | του | μηδισμού | των | μηδισμών |
αιτιατική | τον | μηδισμό | τους | μηδισμούς |
κλητική | μηδισμέ | μηδισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαμηδισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Μηδισμός < Μῆδ(ος) (Μήδος) + -ισμός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηδισμός αρσενικό
- (ιστορία) η συνεργασία με τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων (490 - 431 π.Χ.), η συμπαράταξη με τους Μήδους (συνεκδοχικά το περσικό κράτος), η υποστήριξή τους ή και απλώς η μίμηση του τρόπου ζωής τους, η προδοσία για οποιοδήποτε λόγο
- ⮡ ο Θεμιστοκλής κατηγορήθηκε για μηδισμό κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, βρίσκοντας τελικά καταφύγιο στον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηδισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μηδίζω, μηδισμός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)