μηδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηδίζω < αρχαία ελληνική Μηδίζω < Μῆδος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμηδίζω
- (ιστορία) δηλώνω υποταγή στους Μήδους και τους ακολουθώ, πάω με το μέρος τους
- (μεταφορικά) προδίδω, αυτομολώ, προσχωρώ στον εχθρό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μήδος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηδίζω | μήδιζα | θα μηδίζω | να μηδίζω | μηδίζοντας | |
β' ενικ. | μηδίζεις | μήδιζες | θα μηδίζεις | να μηδίζεις | μήδιζε | |
γ' ενικ. | μηδίζει | μήδιζε | θα μηδίζει | να μηδίζει | ||
α' πληθ. | μηδίζουμε | μηδίζαμε | θα μηδίζουμε | να μηδίζουμε | ||
β' πληθ. | μηδίζετε | μηδίζατε | θα μηδίζετε | να μηδίζετε | μηδίζετε | |
γ' πληθ. | μηδίζουν(ε) | μήδιζαν μηδίζαν(ε) |
θα μηδίζουν(ε) | να μηδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μήδισα | θα μηδίσω | να μηδίσω | μηδίσει | ||
β' ενικ. | μήδισες | θα μηδίσεις | να μηδίσεις | μήδισε | ||
γ' ενικ. | μήδισε | θα μηδίσει | να μηδίσει | |||
α' πληθ. | μηδίσαμε | θα μηδίσουμε | να μηδίσουμε | |||
β' πληθ. | μηδίσατε | θα μηδίσετε | να μηδίσετε | μηδίστε | ||
γ' πληθ. | μήδισαν μηδίσαν(ε) |
θα μηδίσουν(ε) | να μηδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηδίσει | είχα μηδίσει | θα έχω μηδίσει | να έχω μηδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηδίσει | είχες μηδίσει | θα έχεις μηδίσει | να έχεις μηδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μηδίσει | είχε μηδίσει | θα έχει μηδίσει | να έχει μηδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηδίσει | είχαμε μηδίσει | θα έχουμε μηδίσει | να έχουμε μηδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηδίσει | είχατε μηδίσει | θα έχετε μηδίσει | να έχετε μηδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μηδίσει | είχαν μηδίσει | θα έχουν μηδίσει | να έχουν μηδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηδίζω
|