ψιλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψιλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ψιλόομαι, ενεργητική φωνή ψιλόω (απογυμνώνω)
Ρήμα
επεξεργασίαψιλούμαι
- (αρχαιοπρεπές) παθητική φωνή του ρήματος ψιλώνω [1]
- (γραμματική) παίρνω το πνεύμα της ψιλής ή προφέρομαι ελαφρά, χωρίς δασεία προφορά
- (παρωχημένο) αποψιλώνομαι, απογυμνώνομαι
Σημειώσεις
επεξεργασία- το γ΄ πρόσωπο εν χρήσει: ψιλούται (ψιλοῦται),
- παρατατικός εψιλούτο (ἐψιλοῦτο) ή ψιλούνταν
- οι υπόλοιποι τύποι περιφραστικά με το «παίρνω ψιλή»
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλούμαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .