ψιλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιλούμενος (αρχαία σημασία: που αποτριχώνεται, που απογυμνώνεται) < αρχαία ελληνική ψιλῶ, συνηρημένου τύπου του ψιλόω
Μετοχή
επεξεργασίαψιλούμενος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές, γραμματική) αυτός που ψιλούται, που παίρνει το πνεύμα της ψιλής ή προφέρεται με ψιλή προφορά ανεξαρτήτως του αν είναι γραμμένος ή όχι
- ⮡ λέξη ψιλούμενη, ψιλουμενο θέμα
- ⮡ ψιλούμενος ενεστώτας, ο ψιλούμενος ιωνικός τύπος της λέξης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαψιλούμενος, -η, -ον