αποσπασματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσπασματικός < απόσπασμα, (μεταφραστικό δάνειο) από τη γαλλική fragmentaire
Επίθετο
επεξεργασίααποσπασματικός -ή -ό
- που περιέχει μόνο αποσπάσματα από κάποιο έργο και όχι το σύνολο
- οι αναφορές που έγιναν ήταν εντελώς αποσπασματικές και δεν έδιναν την πλήρη εικόνα των γεγονότων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσπασματικός