τμηματικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τμηματικώς < τμηματικός + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
τμηματικώς
- (λόγιο) άλλη μορφή του τμηματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τμηματικώς
|