Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τμηματικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τμηματικώς
<
τμηματικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
τμηματικώς
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
τμηματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τμηματικώς
→
δείτε
τη λέξη
τμηματικά