Δείτε επίσης: διατμητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατμηματικός η διατμηματική το διατμηματικό
      γενική του διατμηματικού της διατμηματικής του διατμηματικού
    αιτιατική τον διατμηματικό τη διατμηματική το διατμηματικό
     κλητική διατμηματικέ διατμηματική διατμηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατμηματικοί οι διατμηματικές τα διατμηματικά
      γενική των διατμηματικών των διατμηματικών των διατμηματικών
    αιτιατική τους διατμηματικούς τις διατμηματικές τα διατμηματικά
     κλητική διατμηματικοί διατμηματικές διατμηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατμηματικός < δια- + τμήμα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διατμηματικός

  • που έχει αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα τμήματα ή τα αφορά

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις τμήμα και τέμνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία