βαθμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαθμιαίος < βαθμός + -ιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική graduel)
Επίθετο
επεξεργασία
βαθμιαίος, -α, -ο
- που εξελίσσεται βήμα προς βήμα, με έναν σταθερό αλλά όχι πολύ γρήγορο ρυθμό
- αναμένεται βαθμιαία βελτίωση (ή επιδείνωση) των καιρικών συνθηκών