κομματιαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομματιαστός < κομματιάζω + -τός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ma.tçaˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐μα‐τια‐στός
Επίθετο
επεξεργασίακομματιαστός, -ή, -ό
- που δεν γίνεται καθ' ολοκληρίαν αλλά τμηματικά, σε κομμάτια
Συγγενικά
επεξεργασία- κομματιαστά
- → δείτε τις λέξεις κομματιάζω, κομμάτι και κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομματιαστός
|