ear + piece
earpiece (en)
- ακουστικό που τοποθετείται μέσα ή κοντά στο αφτί
- Holding the earpiece to my ear, I could hear him speaking clearly.
- ο βραχίονας που στηρίζει τα γυαλιά οράσεως στο αφτί
- My glasses won't stay on, as I've broken the left earpiece.