Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ear + piece

 
an earpiece from a set of headphones

  Ουσιαστικό επεξεργασία

earpiece (en)

  1. ακουστικό που τοποθετείται μέσα ή κοντά στο αφτί
    Holding the earpiece to my ear, I could hear him speaking clearly.
  2. ο βραχίονας που στηρίζει τα γυαλιά οράσεως στο αφτί
    My glasses won't stay on, as I've broken the left earpiece.