πώμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πώμα | τα | πώματα |
γενική | του | πώματος | των | πωμάτων |
αιτιατική | το | πώμα | τα | πώματα |
κλητική | πώμα | πώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπώμα ουδέτερο
- το καπάκι