stopper
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- stopper < (άμεσο δάνειο) αγγλική to stop
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
stopper (fr)
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι να σταματήσει, φράζω
- (πιο συνηθισμένο, μεταφορικά σταματώ κάτι, θέτω ένα τέρμα σε κάτι
- (αμετάβατο)