stopper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstopper (en)
- το επιστόμιο ενός μπουκάλι ή άλλου δοχείου
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stopper < (άμεσο δάνειο) αγγλική to stop
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstopper (fr)
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι να σταματήσει, φράζω
- (πιο συνηθισμένο, μεταφορικά σταματώ κάτι, θέτω ένα τέρμα σε κάτι
- (αμετάβατο)