↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενταμιευτής οι ενταμιευτές
      γενική του ενταμιευτή των ενταμιευτών
    αιτιατική τον ενταμιευτή τους ενταμιευτές
     κλητική ενταμιευτή ενταμιευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενταμιευτής < εν- + ταμί- + -ευτής (νεολογισμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενταμιευτής αρσενικό

  • (πληροφορική) προσωρινή δέσμευση περιοχής μνήμης για την ενδιάμεση αποθήκευση σε ροή δεδομένων (stream), όταν αυτά εξέρχονται από μία συσκευή (ή πρόγραμμα) και εισέρχονται σε άλλη συσκευή (ή πρόγραμμα). Χρησιμεύει όταν η ταχύτητα εξαγωγής είναι διαφορετική από την ταχύτητα εισαγωγής. Υλοποιείται με την δομή της στοίβας.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία