ενταμιευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενταμιευτής αρσενικό
- (πληροφορική) προσωρινή δέσμευση περιοχής μνήμης για την ενδιάμεση αποθήκευση σε ροή δεδομένων (stream), όταν αυτά εξέρχονται από μία συσκευή (ή πρόγραμμα) και εισέρχονται σε άλλη συσκευή (ή πρόγραμμα). Χρησιμεύει όταν η ταχύτητα εξαγωγής είναι διαφορετική από την ταχύτητα εισαγωγής. Υλοποιείται με την δομή της στοίβας.