ταμίας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ταμίας | οι | ταμίες |
γενική | του/της | ταμία | των | ταμιών |
αιτιατική | τον/την | ταμία | τους/τις | ταμίες |
κλητική | ταμία | ταμίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. | ||||
όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταμίας < (λόγιο) αρχαία ελληνική ταμίας (θησαυροφύλακας) < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω) Η αρχική σημασία ήταν «αυτός που κόβει (τέμνει) και μοιράζει» και χρησιμοποιήθηκε για το Δία, τους βασιλιάδες, τους αξιωματούχους που μοίραζαν τροφή.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈmi.as/
- συλλαβισμός : τα‐μί‐ας
- παρώνυμο: τομίας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταμίας αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) το πρόσωπο που κρατά ή διεύθυνει το ταμείο, διενεργώντας εισπράξεις και πληρωμές
- ο έμμισθος υπάλληλος που ασχολείται με την οικονομική διαχείριση μιας εταιρείας, ενός οργανισμού, ενός ιδρύματος