• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ταμιευτήριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμιευτήριο τα ταμιευτήρια
      γενική του ταμιευτηρίου
& ταμιευτήριου
των ταμιευτηρίων
    αιτιατική το ταμιευτήριο τα ταμιευτήρια
     κλητική ταμιευτήριο ταμιευτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ταμιευτήριο < ελληνιστική κοινή ταμιευτήριον < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- ‎(κόβω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ταμιευτήριο ουδέτερο

  • (οικονομία) τράπεζα όπου οι καταθέσεις επενδύονται στο δημόσιο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ταμιευτήριο
  • γαλλικά : caisse d'épargne (fr)
  • ιταλικά : cassa di risparmio (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ταμιευτήριο&oldid=5518657"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:27
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:27.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie