ταμιευτήριο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταμιευτήριο < ελληνιστική κοινή ταμιευτήριον < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ταμιευτήριο ουδέτερο
- (οικονομία) τράπεζα όπου οι καταθέσεις επενδύονται στο δημόσιο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ταμιευτήριο