ταμιεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταμιεύω < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.miˈe.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαταμιεύω
- άλλη μορφή του αποταμιεύω
- (κατ’ επέκταση) δημιουργώ αποθέματα
- Εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας, διαχειρίζομαι το ταμείο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταμιεύω | ταμίευα | θα ταμιεύω | να ταμιεύω | ταμιεύοντας | |
β' ενικ. | ταμιεύεις | ταμίευες | θα ταμιεύεις | να ταμιεύεις | ταμίευε | |
γ' ενικ. | ταμιεύει | ταμίευε | θα ταμιεύει | να ταμιεύει | ||
α' πληθ. | ταμιεύουμε | ταμιεύαμε | θα ταμιεύουμε | να ταμιεύουμε | ||
β' πληθ. | ταμιεύετε | ταμιεύατε | θα ταμιεύετε | να ταμιεύετε | ταμιεύετε | |
γ' πληθ. | ταμιεύουν(ε) | ταμίευαν ταμιεύαν(ε) |
θα ταμιεύουν(ε) | να ταμιεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταμίευσα | θα ταμιεύσω | να ταμιεύσω | ταμιεύσει | ||
β' ενικ. | ταμίευσες | θα ταμιεύσεις | να ταμιεύσεις | ταμίευσε | ||
γ' ενικ. | ταμίευσε | θα ταμιεύσει | να ταμιεύσει | |||
α' πληθ. | ταμιεύσαμε | θα ταμιεύσουμε | να ταμιεύσουμε | |||
β' πληθ. | ταμιεύσατε | θα ταμιεύσετε | να ταμιεύσετε | ταμιεύστε | ||
γ' πληθ. | ταμίευσαν ταμιεύσαν(ε) |
θα ταμιεύσουν(ε) | να ταμιεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταμιεύσει | είχα ταμιεύσει | θα έχω ταμιεύσει | να έχω ταμιεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταμιεύσει | είχες ταμιεύσει | θα έχεις ταμιεύσει | να έχεις ταμιεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταμιεύσει | είχε ταμιεύσει | θα έχει ταμιεύσει | να έχει ταμιεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταμιεύσει | είχαμε ταμιεύσει | θα έχουμε ταμιεύσει | να έχουμε ταμιεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταμιεύσει | είχατε ταμιεύσει | θα έχετε ταμιεύσει | να έχετε ταμιεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταμιεύσει | είχαν ταμιεύσει | θα έχουν ταμιεύσει | να έχουν ταμιεύσει |
|