Ετυμολογία

επεξεργασία

ταμιεύω

  1. άλλη μορφή του αποταμιεύω
  2. (κατ’ επέκταση) δημιουργώ αποθέματα
  3. Εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας, διαχειρίζομαι το ταμείο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία