Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποταμιεύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αποταμιεύτρι
α
οι
αποταμιεύτρι
ες
γενική
της
αποταμιεύτρι
ας
των
αποταμιευτρι
ών
αιτιατική
την
αποταμιεύτρι
α
τις
αποταμιεύτρι
ες
κλητική
αποταμιεύτρι
α
αποταμιεύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποταμιεύτρια
<
αποταμιευτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποταμιεύτρια
θηλυκό
θηλυκό
του
αποταμιευτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποταμιεύτρια
γαλλικά
:
épargnante
(fr)