Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποταμιευμένος η αποταμιευμένη το αποταμιευμένο
      γενική του αποταμιευμένου της αποταμιευμένης του αποταμιευμένου
    αιτιατική τον αποταμιευμένο την αποταμιευμένη το αποταμιευμένο
     κλητική αποταμιευμένε αποταμιευμένη αποταμιευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποταμιευμένοι οι αποταμιευμένες τα αποταμιευμένα
      γενική των αποταμιευμένων των αποταμιευμένων των αποταμιευμένων
    αιτιατική τους αποταμιευμένους τις αποταμιευμένες τα αποταμιευμένα
     κλητική αποταμιευμένοι αποταμιευμένες αποταμιευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αποταμιευμένος



  Μεταφράσεις επεξεργασία