ταμίευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταμίευση | οι | ταμιεύσεις |
γενική | της | ταμίευσης* | των | ταμιεύσεων |
αιτιατική | την | ταμίευση | τις | ταμιεύσεις |
κλητική | ταμίευση | ταμιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταμιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταμίευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταμίευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ταμιεύ(ω) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈmi.ef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐μί‐ευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ταμιεύω
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταμίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμίευση
|
Πηγές
επεξεργασία- ταμίευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)