ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταμίευσῐς αἱ ταμιεύσεις
      γενική τῆς ταμιεύσεως τῶν ταμιεύσεων
      δοτική τῇ ταμιεύσει ταῖς ταμιεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ταμίευσῐν τὰς ταμιεύσεις
     κλητική ! ταμίευσῐ ταμιεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταμιεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ταμιευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμίευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταμιεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταμίευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία