εκταμιεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκταμιεύω < ελληνιστική κοινή ἐκταμιεύομαι
Ρήμα επεξεργασία
εκταμιεύω
- κάνω ανάληψη χρημάτων ή αναλαμβάνω χρήματα από κάποιον πιστωτικό λογαριασμό
- ※ το ΔΝΤ αρνήθηκε να εκταμιεύσει την προγραμματισμένη δόση δανείου προς τη χώρα μέλος του