disburse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disburse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disburses |
αόριστος | disbursed |
παθητική μετοχή | disbursed |
ενεργητική μετοχή | disbursing |
Ρήμα
επεξεργασίαdisburse (en)
- εκταμιεύω
- ⮡ The same sources consider it impossible to disburse the money.
- Οι ίδιες πηγές θεωρούν αδύνατο να εκταμιευθούν τα χρήματα.
- ⮡ The same sources consider it impossible to disburse the money.