↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκταμιευμένος η εκταμιευμένη το εκταμιευμένο
      γενική του εκταμιευμένου της εκταμιευμένης του εκταμιευμένου
    αιτιατική τον εκταμιευμένο την εκταμιευμένη το εκταμιευμένο
     κλητική εκταμιευμένε εκταμιευμένη εκταμιευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκταμιευμένοι οι εκταμιευμένες τα εκταμιευμένα
      γενική των εκταμιευμένων των εκταμιευμένων των εκταμιευμένων
    αιτιατική τους εκταμιευμένους τις εκταμιευμένες τα εκταμιευμένα
     κλητική εκταμιευμένοι εκταμιευμένες εκταμιευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εκταμιευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία