Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκταμιευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκταμιευμέν
ος
η
εκταμιευμέν
η
το
εκταμιευμέν
ο
γενική
του
εκταμιευμέν
ου
της
εκταμιευμέν
ης
του
εκταμιευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκταμιευμέν
ο
την
εκταμιευμέν
η
το
εκταμιευμέν
ο
κλητική
εκταμιευμέν
ε
εκταμιευμέν
η
εκταμιευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκταμιευμέν
οι
οι
εκταμιευμέν
ες
τα
εκταμιευμέν
α
γενική
των
εκταμιευμέν
ων
των
εκταμιευμέν
ων
των
εκταμιευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκταμιευμέν
ους
τις
εκταμιευμέν
ες
τα
εκταμιευμέν
α
κλητική
εκταμιευμέν
οι
εκταμιευμέν
ες
εκταμιευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εκταμιευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκταμιεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκταμιευμένος