↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταμιευτικός η ταμιευτική το ταμιευτικό
      γενική του ταμιευτικού της ταμιευτικής του ταμιευτικού
    αιτιατική τον ταμιευτικό την ταμιευτική το ταμιευτικό
     κλητική ταμιευτικέ ταμιευτική ταμιευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταμιευτικοί οι ταμιευτικές τα ταμιευτικά
      γενική των ταμιευτικών των ταμιευτικών των ταμιευτικών
    αιτιατική τους ταμιευτικούς τις ταμιευτικές τα ταμιευτικά
     κλητική ταμιευτικοί ταμιευτικές ταμιευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμιευτικός < ταμιεύω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ταμιευτικός

  • που έχει σχέση με την ταμίευση ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία