αποταμίευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποταμίευμα < αποταμιεύω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποταμίευμα ουδέτερο
- (οικονομία) (κυριολεκτικά) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω, το ποσό που κάποιος έχει αποταμιεύσει
- (μεταφορικά) ό,τι σε πνευματικό, ψυχικό ή ηθικό επίπεδο έχει «αποταμιεύσει» κάποιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποταμίευση
|