kasisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasisto | kasistoj |
αιτιατική | kasiston | kasistojn |
kasisto (eo)
- ο ταμίας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kasisto | kasistoj |
αιτιατική | kasiston | kasistojn |
kasisto (eo)