caissier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- caissier < caisse
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caissier | caissiers |
θηλυκό | caissière | caissières |
caissier (fr)
- ο ταμίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη caisse