1. τραβάω το καζανάκι
  2. κοκκινίζω, μπιμπικιάζω, εξανθίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. καζανάκι τουαλέτας
  2. πλημμύρα-κατακλυσμός συναισθημάτων
  3. ευθυγραμμισμένος, αλφαδιασμένος
  4. λεφτάς, ματσωμένος
  5. (πληροφορική) η εντολή που αδειάζει τον ενταμιευτή (buffer) από δεδομένα, υποχρεώνοντας τον να τα στείλει στη συσκευή (ή πρόγραμμα) για την οποίο προορίζονται