στοίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοίβα | οι | στοίβες |
γενική | της | στοίβας | των | στοιβών |
αιτιατική | τη | στοίβα | τις | στοίβες |
κλητική | στοίβα | στοίβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στοίβα < στοιβάζω + -α[1] (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < ελληνιστική κοινή στοιβάζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική stack[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοίβα θηλυκό
- σωρός όμοιων (ή και ανόμοιων) πραγμάτων
- ※ Σήκωσα το πάνω πάνω βιβλίο από την πρώτη στοίβα που βρήκα μπροστά μου και το ξεφύλλισα βιαστικά. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])
- (πληροφορική) βασική δομή δεδομένων, όπου η τελευταία εισερχόμενη (last in) οντότητα, αφαιρείται πρώτη (first out).[3]
- συντομογραφία LIFO
- Βασικές λειτουργίες: push (εισαγωγή) και pop (εξαγωγή)
- ≠ αντώνυμα:: ουρά
- Δείτε επίσης: στοίβα εκτέλεσης στο Βικιλεξικό και στοίβα (δομή δεδομένων) στην Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαστοίβα
- σε σωρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληροφορική
επίρρημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 στοίβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στοίβα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019