Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stack stacks

stack (en)

  1. η στοίβα, η στήλη
    a stack of books - μια στοίβα/στήλη βιβλία
  2. (προγραμματισμός) στοίβα
     συνώνυμα: last in first out με συντομογραφία: LIFO
     αντώνυμα: queue ή first in first out με συντομογραφία: (FIFO)
    δείτε επίσης: Stack (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (πληροφορική) συνώνυμο του solution stack, software stack
ενεστώτας stack
γ΄ ενικό ενεστώτα stacks
αόριστος stacked
παθητική μετοχή stacked
ενεργητική μετοχή stacking

stack (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στοιβάζω, τακτοποιώ αντικείμενα σε μια στοίβα
    They stacked the chairs in a corner.
    Στοίβαξαν τις καρέκλες σε μια γωνιά.
  2. (μεταβατικό) στοιβάζω, γεμίζω κάτι με στοίβες από πράγματα
    I am stacking dishes in the sink.
    Στοιβάζω πιάτα στο νεροχύτη.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

(πληροφορική)