Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
queue queues

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kjuː/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

queue (en)

  1. ουρά (αναμονής)
  2. (πληροφορική) ουρά, είναι βασική δομή δεδομένων
     συνώνυμα: first in first out με συντομογραφία: FIFO
     αντώνυμα: stack ή last in first out με συντομογραφία: (LIFO)
    δείτε επίσης: Queue (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας queue
γ΄ ενικό ενεστώτα queues
αόριστος queued
παθητική μετοχή queued
ενεργητική μετοχή queuing

queue (en)

ομόηχο επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
queue queues

queue (fr) θηλυκό

  1. η ουρά (ενός ζώου)
  2. η ουρά (αναμονής)
  3. (χυδαίο) το πέος



Παλαιά γαλλικά (fro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

queue θηλυκό

  • → δείτε τη λέξη coe