Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • περιμένοντας στην σειρά
  • διατεταγμένοι σε σειρά
  • διατεταγμένοι σε σειρά προτεραιότητας
  • (μεταφορικά) σε αναμονή λόγω κωλυσιεργίας