cue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cue | cues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcue (en)
- το σύνθημα, μια πράξη ή ένα γεγονός που είναι το σήμα για κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ His arrival was the cue for an outburst of cheering.
- Η άφιξή του έδωσε το σύνθημα για θυελλώδεις επευφημίες.
- ⮡ His arrival was the cue for an outburst of cheering.
- η στέκα, ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο
- ⮡ a billiards cue - στέκα μπιλιάρδου
Πηγές
επεξεργασία- cue (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cue (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύνθημα