σύνθημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύνθημα | τα | συνθήματα |
γενική | του | συνθήματος | των | συνθημάτων |
αιτιατική | το | σύνθημα | τα | συνθήματα |
κλητική | σύνθημα | συνθήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύνθημα < αρχαία ελληνική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύνθημα ουδέτερο
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο που τη φωνάζουν ρυθμικά οι συγκεντρωμένοι σε μια πολιτική συγκέντρωση
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο γραμμένη σε τοίχο
- εμβληματική φράση
- (στρατιωτικός όρος) η μία από τις δύο μυστικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για αναγνώριση
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύνθημα
στρατιωτικός όρος
|