Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
signal signals

signal (en) (μετρήσιμο)

  1. το σήμα, το σύνθημα μια κίνηση ή ήχος που κάνω για να δώσω σε κάποιον πληροφορίες, οδηγίες, μια προειδοποίηση κτλ.
    the SOS signal - το σήμα κινδύνου
    The red light is a signal for danger.
    Το κόκκινο φως είναι σήμα κινδύνου.
    He gave the signal for the retreat.
    Έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης.
     συνώνυμα: sign
  2. το σήμα, ένα σύστημα φώτων που δείχνει στους οδηγούς να πηγαίνουν πιο αργά, να σταματούν κτλ., που χρησιμοποιείται ειδικά σε σιδηροδρόμους και δρόμους
    the traffic signals - τα σήματα της τροχαίας
  3. το σήμα, μια σειρά ηλεκτρικών κυμάτων που μεταφέρουν ήχους, εικόνες ή μηνύματα, για παράδειγμα σε ραδιόφωνο, τηλεόραση ή κινητό τηλέφωνο
    My cellphone doesn’t have signal.
    Το κινητό μου δεν έχει σήμα.
    a radio/TV signal - σήμα ραδιοφώνου/τηλεοράσεως
  4. το σύνθημα, ένα συμβάν, μια ενέργεια, ένα γεγονός κτλ. που δείχνει ότι κάτι υπάρχει ή είναι πιθανό να συμβεί
    The workers’ strike gave the signal for the general uprising in all social classes.
    Η απεργία των εργατών έδωσε το σύνθημα της γενικής εξέγερσης όλων των κοινωνικών τάξεων.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας signal
γ΄ ενικό ενεστώτα signals
αόριστος signalled (ΗΒ), signaled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή signalled (ΗΒ), signaled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή signalling (ΗΒ), signaling (ΗΠΑ)

signal (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω μια κίνηση ή έναν ήχο για να δώσω σε κάποιον ένα μήνυμα, μια εντολή κτλ.
    He signaled with his hand.
    Έκανε σήμα με το χέρι του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω σήμα, ανάβω φλας, δείχνω ότι το όχημά μου θα αλλάξει κατεύθυνση με τα φώτα ή το χέρι μου
    She signaled that she would turn left.
    Έκανε σήμα ότι θα στρίψει αριστερά.
    Always signal before turning.
    Ν' ανάβεις πάντα το φλας πριν στρίψεις.
     συνώνυμα: indicate



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

signal (fr) αρσενικό