σινιάλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σινιάλο | τα | σινιάλα |
γενική | του | σινιάλου | των | σινιάλων |
αιτιατική | το | σινιάλο | τα | σινιάλα |
κλητική | σινιάλο | σινιάλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σινιάλο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σινιάλο ουδέτερο
- οπτικό ή ηχητικό σήμα