ενεστώτας indicate
γ΄ ενικό ενεστώτα indicates
αόριστος indicated
παθητική μετοχή indicated
ενεργητική μετοχή indicating

indicate (en)

  1. (μεταβατικό) δείχνω, σημειώνω, ότι κάτι είναι αλήθεια ή υπάρχει
    ⮡  This indicates how little you know him.
    Αυτό δείχνει πόσο λίγο τον ξέρεις.
    ⮡  That indicates a change in policy.
    Αυτό σημειώνει μια αλλαγή πολιτικής.
  2. (μεταβατικό) υποδηλώνω, είναι σημάδι για κάτι· δείχνει ότι κάτι είναι δυνατό ή πιθανό
    ⮡  What he said indicated his willingness to sell.
    Αυτά που είπε υποδήλωναν την προθυμία του να πουλήσει.
     συνώνυμα: suggest
  3. (μεταβατικό) υποδηλώνω, δείχνω, αναφέρω κάτι, ειδικά με έμμεσο τρόπο
    ⮡  His answer indicates denial.
    Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
    ⮡  His answer indicated a guilty conscience.
    Η απάντησή του έδειξε ένοχη συνείδηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allude
  4. (μεταβατικό, επίσημο) υποδείχνω, δείχνω, κάνω κάποιον να παρατηρήσει κάποιον ή κάτι, ειδικά με μια κίνηση ή το χέρι ή το κεφάλι μου
    ⮡  I indicated him to a policeman who arrested him.
    Τον υπέδειξα/έδειξα σ' έναν αστυφύλακα που τον συνέλαβε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη point out
  5. (μεταβατικό, επίσημο) δηλώνω, σημαίνω, αναπαριστάνω πληροφορίες χωρίς να χρησιμοποιώ λέξεις
    ⮡  What do these initials indicate?
    Τι δηλώνουν αυτά τα αρχικά;
    ⮡  The symbol X indicates the unknown quantity.
    Το σύμβολο Χ σημαίνει τον άγνωστο.
  6. (μεταβατικό) δείχνω, ένα όργανο μέτρησης που δείχνει μια συγκεκριμένη μέτρηση
    ⮡  The thermometer indicates an increase in temperature.
    Το θερμόμετρο δείχνει άνοδο της θερμοκρασίας.
  7. (μεταβατικό & αμετάβατο, βρετανικά αγγλικά) ανάβω φλας, δείχνω ότι το όχημά μου θα αλλάξει κατεύθυνση με τα φώτα ή το χέρι μου
    ⮡  Always indicate before turning.
    Ν' ανάβεις πάντα το φλας πριν στρίψεις.
     συνώνυμα: signal