point out
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | point out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | points out |
αόριστος | pointed out |
παθητική μετοχή | pointed out |
ενεργητική μετοχή | pointing out |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
point out (en)
- δείχνω με μια κίνηση του σώματός μου για να διευκρινίσω σε ποιο ακριβώς αντικείμενο αναφέρομαι
- (μεταφορικά) λέω, δείχνω, εφιστώ την προσοχή σε κάτι, επισημαίνω