point out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | point out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | points out |
αόριστος | pointed out |
παθητική μετοχή | pointed out |
ενεργητική μετοχή | pointing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpoint out (en)
- δείχνω με μια κίνηση του σώματός μου για να διευκρινίσω σε ποιο ακριβώς αντικείμενο αναφέρομαι
- (μεταφορικά) δείχνω, τονίζω, επισημαίνω, αναφέρω κάτι για να δώσω σε κάποιον πληροφορίες σχετικά με αυτό ή να τον κάνω να το παρατηρήσει
- ⮡ He pointed out many mistakes in my essay.
- Έδειξε πολλά λάθη στην έκθεσης μου.
- ⮡ She pointed out that this wasn't in the script.
- Τόνισε πως αυτό δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο.
- ⮡ I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
- Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
- ⮡ In the end, he pointed out the reasons why…
- Τελικά ανάφερε του λόγους που…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mention
- ⮡ He pointed out many mistakes in my essay.
Πηγές
επεξεργασία- point out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 209. ISBN 9780194325684., λήμμα: δείχνω