Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας point out
γ΄ ενικό ενεστώτα points out
αόριστος pointed out
παθητική μετοχή pointed out
ενεργητική μετοχή pointing out

  Ετυμολογία Επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις point και out

  ΡήμαΕπεξεργασία

point out (en)

  1. δείχνω με μια κίνηση του σώματός μου για να διευκρινίσω σε ποιο ακριβώς αντικείμενο αναφέρομαι
  2. (μεταφορικά) λέω, δείχνω, εφιστώ την προσοχή σε κάτι, επισημαίνω