ενεστώτας point out
γ΄ ενικό ενεστώτα points out
αόριστος pointed out
παθητική μετοχή pointed out
ενεργητική μετοχή pointing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
point out < → δείτε τις λέξεις point και out

point out (en)

  1. δείχνω με μια κίνηση του σώματός μου για να διευκρινίσω σε ποιο ακριβώς αντικείμενο αναφέρομαι
    ⮡  I pointed him out to a policeman, who arrested him.
    Τον έδειξα σ' έναν αστυφύλακα, ο οποίος τον έπιασε.
     συνώνυμα:  indicate
  2. (μεταφορικά) δείχνω, τονίζω, επισημαίνω, αναφέρω κάτι για να δώσω σε κάποιον πληροφορίες σχετικά με αυτό ή να τον κάνω να το παρατηρήσει
    ⮡  He pointed out many mistakes in my essay.
    Έδειξε πολλά λάθη στην έκθεσης μου.
    ⮡  She pointed out that this wasn't in the script.
    Τόνισε πως αυτό δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο.
    ⮡  I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
    Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
    ⮡  In the end, he pointed out the reasons why…
    Τελικά ανάφερε του λόγους που…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mention