point out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | point out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | points out |
αόριστος | pointed out |
παθητική μετοχή | pointed out |
ενεργητική μετοχή | pointing out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
point out (en)
- δείχνω με μια κίνηση του σώματός μου για να διευκρινίσω σε ποιο ακριβώς αντικείμενο αναφέρομαι
- (μεταφορικά) δείχνω, τονίζω, αναφέρω κάτι για να δώσω σε κάποιον πληροφορίες σχετικά με αυτό ή να τον κάνω να το παρατηρήσει
Πηγές επεξεργασία
- point out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 209. ISBN 9780194325684., λήμμα: δείχνω