Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sign signs

sign (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σημάδι, το ίχνος, η ένδειξη, η εκδήλωση, ένα συμβάν, ένα γεγονός, μια ενέργεια κ.λπ. που δείχνει ότι κάτι υπάρχει, συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί στο μέλλον
    signs of fear/rain/old age - σημάδια φόβου/βροχής/γηρατειών
    the signs of suffering - τα σημάδια του πόνου
    This is not a good sign.
    Αυτό δεν είναι καλό σημάδι.
    the sign of an animal/vehicle in the sand - τα σημάδια ενός ζώου/οχήματος στην άμμο
    signs of emotion - ίχνη συγκίνησης
    The police found no sign of the thief.
    Η αστυνομία δε βρήκε κανένα ίχνος του κλέφτη.
    There are signs of overheating.
    Υπάρχουν ίχνη υπερθέρμανσης.
    numerous signs of guilt - πολυάριθμες ενδείξεις ενοχής
    It’s a sure sign of rain/improvement.
    Είναι σίγουρη ένδειξη βροχής/βελτίωσης.
    The number of cars is a sign of the country’s prosperity.
    Ο αριθμός των αυτοκινήτων είναι ένδειξη της ευημερίας της χώρας.
    the first signs of the disease - οι πρώτες εκδηλώσεις της αρρώστιας
    It’s a sign of a bad temper.
    Είναι εκδήλωση κακής διάθεσης.
     συνώνυμα: indication
  2. (μετρήσιμο) το σήμα, η ταμπέλα, η πινακίδα, ένα κομμάτι χαρτί, ξύλο ή μέταλλο που έχει γραφή ή μια εικόνα που μου δίνει πληροφορίες, οδηγίες, μια προειδοποίηση κτλ.
    traffic signs - σήματα κυκλοφορίας
    medical sign - ιατρικό σήμα
    store signs - ταμπέλες μαγαζιών
    illuminated signs - φωτεινές ταμπέλες
    store sign - πινακίδα καταστήματος
    informational signs - πινακίδες πληροφόρησης
    aluminum “No Parking” sign - πινακίδα αλουμινίου "μη παρκάρετε"
     συνώνυμα:  notice
  3. (μετρήσιμο) το νόημα, το σήμα, οποιαδήποτε κίνηση ή ήχος που κάνω για να επικοινωνήσω με κάποιον κάτι
    He made a sign at me not to speak.
    Μου έκανε νόημα να μην μιλήσω.
    He made a sign that he agrees.
    Έκανα νόημα ότι συμφωνεί.
    He made a sign with his hand.
    Έκανε σήμα με το χέρι του.
     συνώνυμα: signal
  4. (μετρήσιμο, μαθηματικά) το πρόσημο
    a negative sign - αρνητικό πρόσημο
  5. (μετρήσιμο, αστρολογία, ανεπίσημο) το ζώδιο
    My sign is Pisces. (κυριολεκτικά) I belong to the sign of Pisces.
    Είμαι Ιχθύς (I am a Pisces) - Ανήκω στο ζώδιο των Ιχθύων.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας sign
γ΄ ενικό ενεστώτα signs
αόριστος signed
παθητική μετοχή signed
ενεργητική μετοχή signing

sign (en)

  1. υπογράφω, βάζω την υπογραφή μου
  2. υπογράφω αυτόγραφα

Παράγωγα

επεξεργασία