Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσημο τα πρόσημα
      γενική του πρόσημου
προσήμου
των πρόσημων
προσήμων
    αιτιατική το πρόσημο τα πρόσημα
     κλητική πρόσημο πρόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσημο < προ- + -σημο, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Vorzeichen

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσημο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία