ενεστώτας sign up
γ΄ ενικό ενεστώτα signs up
αόριστος signed up
παθητική μετοχή signed up
ενεργητική μετοχή signing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sign up < → δείτε τις λέξεις sign και up

sign up (en)

  1. εγγράφω, δηλώνω
    ⮡  I sign my kids up for school.
    Εγγράφω τα παιδιά μου σ’ένα σχολείο.
    ⮡  I am signing up for a class.
    Εγγράφομαι σε μια τάξη.
    ⮡  She has already signed up for the excursion.
    Έχει ήδη δηλώσει για την εκδρομή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη register