νοηματική γλώσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοηματική γλώσσα < νοηματική + γλώσσα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sign language)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
νοηματική γλώσσα θηλυκό
- σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από άτομα που έχουν περιορισμένη ή ανύπαρκτη ακοή και χρησιμοποιεί κίνηση και χειρονομίες, για να μεταφέρει σημασίες και έννοιες
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοηματική γλώσσα