sign out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sign out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | signs out |
αόριστος | signed out |
παθητική μετοχή | signed out |
ενεργητική μετοχή | signing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsign out (en)
- (πληροφορική) αποσυνδέομαι, εκτελώ τις ενέργειες που μου επιτρέπουν να ολοκληρώσω τη χρήση ενός υπολογιστή, μιας εφαρμογής ή ενός λογαριασμού