ενικός         πληθυντικός  
motto mottos / mottoes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

motto (en)

  • το μότο, το σύνθημα, μια σύντομη πρόταση ή φράση που εκφράζει τους στόχους και τις πεποιθήσεις ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός ιδρύματος κτλ. και χρησιμοποιείται ως κανόνας συμπεριφοράς
    ⮡  He always finishes his speeches with the same motto.
    Τελειώνει πάντα τις αγορεύσεις του με το ίδιο μότο.
    ⮡  ”Love the forest”, is this year’s motto.
    «Αγαπάτε τα δάση», είναι το σύνθημα της φετινής χρονιάς.