πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέκα οι στέκες
      γενική της στέκας
    αιτιατική τη στέκα τις στέκες
     κλητική στέκα στέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στέκες του μπιλιάρδου.
Μία στέκα για τα μαλλιά.

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈste.ka/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέκα θηλυκό

  1. ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο για να χτυπά ο παίκτης τις μπάλες
  2. ημικυκλικό εξάρτημα από κόκαλο ή σκληρό πλαστικό που χρησιμοποιούν άνθρωποι για να πιάνουν τα μαλλιά τους
  3. (μεταφορικά) πολύ αδύνατη γυναίκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στέκα